-
1 ενθυμημα
1) мысль, размышление, рассуждение(τῇ λέξει καὴ τοῖς ἐνθυμήμασιν Isocr.)
2) (новая) мысль, выдумка, замысел, план(τὸ μέν ἐ. χαρίεν, τὸ δ΄ ἔ. ἀδύνατον Xen.)
3) указание, наставление(ἀπό τινος Soph.)
4) довод, доказательство, признак5) лог. (тж. συλλογισμὸς ῥητορικός Arst.) энтимема, риторическое, т.е. предположительное умозаключение(ἐ. ἐστι συλλογισμὸς ἐξ εἰκότων ἢ σημείων Arst.)
6) лог. энтимема, умозаключение от противного (ex contrariis conclusa, quae enthymemata appellant Cic.)7) поздн., лог. энтимема, неполный силлогизм (syllogismus imperfectus) -
2 ἐνθύμημα
2 meaning, sense, opp. λέξις, Olymp.in Mete.4.23.3 in Aristotle's Logic, enthymeme, rhetorical syllogism drawn from probable premises ([etym.] ἐξ εἰκότων ἢ σημείων), opp. ἀποδεικτικὸς συλλογισμός, APr.70a10, cf.Rh. 1355a6, etc.; ἐ. δεικτικά, ἐλεγκτικά, ib.1396b24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθύμημα
См. также в других словарях:
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek